Τότε όλα ήταν καλά και ωραία.
Υπήρχε νιότη, χρώμα παντού φυσική ζωή και λουλούδια.
Εμείς τα παιδιά μαθαίναμε τους μήνες από το κάρπισμα των δένδρων.
Στις αυλές των σπιτιών μας παίζαμε μπάλα, κρυφτό, κυνηγητό και ότι άλλο σκαρφίζονταν το μικρό μυαλουδάκι μας.
Εκείνο το καλοκαίρι στο Μακρέϊκο ήταν η πρώτη χρονιά που παίξαμε καραγκιόζη.
Σκαρώναμε κι εμείς τις δικές μας φιγούρες, από σκληρό χαρτόνι, κρεμούσαμε ένα λευκό σεντόνι, βρίσκαμε και δυο κεριά για το φωτισμό και με λίγη πρόβα ήταν όλα έτοιμα για την παράσταση.
Η Βάσω, η πιο τολμηρή και πιο παθιασμένη για τέτοιου είδους πράγματα, είχε αναλάβει να ενσαρκώνει τις άψυχες φιγούρες, μιμούμενη όσο μπορούσε τις διάφορες φωνές των ηρώων πίσω από το λευκό σεντόνι.
Ο Χρήστος είχε αναλάβει τα "σκηνικά" (Καρέκλες,κεριά, σεντόνι, λουλούδια κ.λ.π).
Άλλες φορές παίζαμε αυτοσχέδια παιχνίδια με διάφορα υλικά και αλωνίζαμε κάθε σπιθαμή την Μακρέϊκη ρούγα όλη μέρα σχεδόν μέχρι να πέσει το βραδάκι και να το διαλύσουμε.
Άλλοι πάλι καβαλίκευαν ένα ξύλο η καλάμι και μιμούμενοι με το στόμα τον ήχο της μοτοσικλέτας, έκαναν, πως γκάζωναν και ξαμολιούνταν ξυπόλυτοι στους χωματένιους δρόμους του χωριού. Πολλές φορές χάζευα βλέποντας τον αδελφό μου τον Κώστα να χώνεται σε κάτι λακκούβες του δρόμου γεμάτες κουρνιαχτό και να κάνει δήθεν πως βουλιάζει. Έβαζε τότε όπισθεν, μαρσάριζε, σπινιάριζε, ξαναμαρσάριζε και μέσα σ΄ αυτό το παιχνίδι της φαντασίας του δεν καταλάβαινε ούτε ο ίδιος, πως από μοτοσικλέτα κατέληγε να οδηγεί τρακτέρ μέσα σε δύσβατα και επικίνδυνα χώματα.
Στο τέλος ήταν από πάνω μέχρι κάτω γεμάτος κουρνιαχτό όπως ήταν φυσικό.
Έτσι λοιπόν, το σούρουπο, αφού η γειτονιά μάθαινε για την παράστασή μας, αρχίζαμε και παίζαμε τις διάφορες ιστορίες του καραγκιόζη, στους λιγοστούς μας θεατές, Χρήστος, Νίκος, Ζέτα, Βάσω, Παύλος, Αλέκος, Κώστας, Θάνος, Μπάμπης κ.α που συνήθως αποτελούνταν από την τότε παρέα μας. Με τις συνηθισμένες ατάκες της Βάσως του Καραγκιόζη και του Χατζατζάρη, σκόρπιζε το γέλιο και το αθώο παιδικό μας παιχνίδι γίνονταν βίωμα στις καρδιές μας.
Ώσπου, μια μέρα καλοκαιριού του 1968 που ετοιμαζόμασταν πάλι για την παράσταση, έρχεται ο αδελφός μου ο Κώστας τρέχοντας και μας λέει κοντανασαίνωντας:
Παιδιά, παιδιά, παρατήστε τα κι ελάτε να πάμε στο μαγαζί του μπάρμπα Νίκου (Νικολακάκια), έφερε τηλεόραση και θα βλέπουμε τσάμπα «σινεμά».
Ανυποψίαστοι και βέβαια ανήμποροι να αντισταθούμε στην εισβολή της εξέλιξης, τα παρατήσαμε γεμάτοι περιέργεια και πήγαμε να δούμε περί τίνος πρόκειται.
Είχε έρθει η πρώτη τηλεόραση στο χωριό!!!
Τότε είναι που μαζευόμασταν σχεδόν όλο το χωριό μικροί και μεγάλοι και βλέπαμε τα πρώτα σήριαλς της εποχής, την "Γειτονιά μας" την Γνωστή σε όλους μας "Λάσσυ" και τον "Αγνωστο πόλεμο" του βαρτάνη....
Από τότε δεν ξαναπαίξαμε ποτέ πια καραγκιόζη και κάθε βράδυ μαζευόμασταν όλοι στο μαγαζί του μπάρμπα Νίκου και παρακολουθούσαμε μαγεμένοι τηλεόραση...!!!
Υπήρχε νιότη, χρώμα παντού φυσική ζωή και λουλούδια.
Εμείς τα παιδιά μαθαίναμε τους μήνες από το κάρπισμα των δένδρων.
Στις αυλές των σπιτιών μας παίζαμε μπάλα, κρυφτό, κυνηγητό και ότι άλλο σκαρφίζονταν το μικρό μυαλουδάκι μας.
Εκείνο το καλοκαίρι στο Μακρέϊκο ήταν η πρώτη χρονιά που παίξαμε καραγκιόζη.
Σκαρώναμε κι εμείς τις δικές μας φιγούρες, από σκληρό χαρτόνι, κρεμούσαμε ένα λευκό σεντόνι, βρίσκαμε και δυο κεριά για το φωτισμό και με λίγη πρόβα ήταν όλα έτοιμα για την παράσταση.
Η Βάσω, η πιο τολμηρή και πιο παθιασμένη για τέτοιου είδους πράγματα, είχε αναλάβει να ενσαρκώνει τις άψυχες φιγούρες, μιμούμενη όσο μπορούσε τις διάφορες φωνές των ηρώων πίσω από το λευκό σεντόνι.
Ο Χρήστος είχε αναλάβει τα "σκηνικά" (Καρέκλες,κεριά, σεντόνι, λουλούδια κ.λ.π).
Άλλες φορές παίζαμε αυτοσχέδια παιχνίδια με διάφορα υλικά και αλωνίζαμε κάθε σπιθαμή την Μακρέϊκη ρούγα όλη μέρα σχεδόν μέχρι να πέσει το βραδάκι και να το διαλύσουμε.
Άλλοι πάλι καβαλίκευαν ένα ξύλο η καλάμι και μιμούμενοι με το στόμα τον ήχο της μοτοσικλέτας, έκαναν, πως γκάζωναν και ξαμολιούνταν ξυπόλυτοι στους χωματένιους δρόμους του χωριού. Πολλές φορές χάζευα βλέποντας τον αδελφό μου τον Κώστα να χώνεται σε κάτι λακκούβες του δρόμου γεμάτες κουρνιαχτό και να κάνει δήθεν πως βουλιάζει. Έβαζε τότε όπισθεν, μαρσάριζε, σπινιάριζε, ξαναμαρσάριζε και μέσα σ΄ αυτό το παιχνίδι της φαντασίας του δεν καταλάβαινε ούτε ο ίδιος, πως από μοτοσικλέτα κατέληγε να οδηγεί τρακτέρ μέσα σε δύσβατα και επικίνδυνα χώματα.
Στο τέλος ήταν από πάνω μέχρι κάτω γεμάτος κουρνιαχτό όπως ήταν φυσικό.
Έτσι λοιπόν, το σούρουπο, αφού η γειτονιά μάθαινε για την παράστασή μας, αρχίζαμε και παίζαμε τις διάφορες ιστορίες του καραγκιόζη, στους λιγοστούς μας θεατές, Χρήστος, Νίκος, Ζέτα, Βάσω, Παύλος, Αλέκος, Κώστας, Θάνος, Μπάμπης κ.α που συνήθως αποτελούνταν από την τότε παρέα μας. Με τις συνηθισμένες ατάκες της Βάσως του Καραγκιόζη και του Χατζατζάρη, σκόρπιζε το γέλιο και το αθώο παιδικό μας παιχνίδι γίνονταν βίωμα στις καρδιές μας.
Ώσπου, μια μέρα καλοκαιριού του 1968 που ετοιμαζόμασταν πάλι για την παράσταση, έρχεται ο αδελφός μου ο Κώστας τρέχοντας και μας λέει κοντανασαίνωντας:
Παιδιά, παιδιά, παρατήστε τα κι ελάτε να πάμε στο μαγαζί του μπάρμπα Νίκου (Νικολακάκια), έφερε τηλεόραση και θα βλέπουμε τσάμπα «σινεμά».
Ανυποψίαστοι και βέβαια ανήμποροι να αντισταθούμε στην εισβολή της εξέλιξης, τα παρατήσαμε γεμάτοι περιέργεια και πήγαμε να δούμε περί τίνος πρόκειται.
Είχε έρθει η πρώτη τηλεόραση στο χωριό!!!
Τότε είναι που μαζευόμασταν σχεδόν όλο το χωριό μικροί και μεγάλοι και βλέπαμε τα πρώτα σήριαλς της εποχής, την "Γειτονιά μας" την Γνωστή σε όλους μας "Λάσσυ" και τον "Αγνωστο πόλεμο" του βαρτάνη....
Από τότε δεν ξαναπαίξαμε ποτέ πια καραγκιόζη και κάθε βράδυ μαζευόμασταν όλοι στο μαγαζί του μπάρμπα Νίκου και παρακολουθούσαμε μαγεμένοι τηλεόραση...!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου