Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Να ονειρεύομαι ταξίδια ατέλειωτα κι αλαργινά...

Λατρεύω τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, και τα βαγόνια που φιλοξενούν. 
Από μικρό παιδάκι είχα αυτή την αγάπη. 
Μου άρεσε με κάθε ευκαιρία, να κάθομαι εκεί από μικρός και να χαζεύω τα τρένα που πάνε κι έρχονται, όλες τις εποχές του χρόνου. 
Να ονειρεύομαι ταξίδια ατέλειωτα μέσα από το μεγάλο τζάμι του παραθύρου τους. 
Είναι ένα είδος ψυχολογικής ανάτασης για μένα.

O τοπικός σιδηροδρομικός σταθμός των Ορφανών εκείνη την εποχή διατηρούσε ένα ύφος που θα ταίριαζε απόλυτα στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Θύμιζε σκηνές από τις ταινίες του. 
Ο πέτρινος σταθμός Γαλλικής αρχιτεκτονικής 19ου αιώνα, με τα παγκάκια κάτω από τον ίσκιο των μεγάλων πεύκων για αναμονή και ξεκούραση, καθώς και τα όμορφα θαμνάκια γεωμετρικά κομμένα μπροστά στην είσοδό του αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο σημείο αναφοράς και αναψυχής. 
Ήταν όμορφος όλες τις εποχές. 
Οι παλιοί σταθμοί είχαν μεγαλύτερη αίγλη και ομορφιά, από μόνοι τους, είχαν ένα φυσικό κάλος, όπως και ο σταθμός των Ορφανών. Στην Ελλάδα κάποτε, υπήρχε σιδηροδρομικό δίκτυο με ιστορία περίπου εκατό ετών εξίσου γοητευτικό, με διαδρομές που διέσχιζαν τα πιο όμορφα τοπία της χώρας. Το ταξίδι ήταν πολύωρο και κουραστικό για τον ταξιδιώτη αλλά τόσο όμορφο που σχεδόν ξεχνούσες το ρολόι. Οι παλαιότεροι σίγουρα το θυμούνται με νοσταλγία. Αρκούσε μια και μόνο διαδρομή για να γνωρίσεις όλη την Ελληνική φύση. 
Τα τρένα να περνούν μέσα από κάμπους με καταπράσινα λιβάδια, από βουνά κακοτράχαλα με ατέλειωτες γαλαρίες ενώ η θέα από τις ράγες πανέμορφη, μοναδική.
Την εποχή εκείνη, όταν ταξιδεύαμε, σαν παιδιά περιμέναμε πώς και πώς να κάνει στάση το τρένο σε κάποιο μεγάλο σταθμό. Όχι μόνο για ξεκούραση αλλά και για να φάμε κάτι όπως σουβλάκια, ρυζόγαλο, φιστίκια και άλλα τοπικά εδέσματα. 
Πρόλαβα οτομοτρίς και πόστα, που έβαζαν τα δυνατά τους για να φτάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στον προορισμό τους. Ήταν τα πρώτα τρένα που είχαν δική τους μηχανή αυτοκίνησης και αντικατέστησαν τις ατμοκίνητες αμαξοστοιχίες, τους λεγόμενους "καρβουνιάρηδες" που ήταν επενδυμένα με ξύλο και διέθεταν πολλές πρωτοποριακές ανέσεις και πολυτέλειες για την εποχή τους. 
Ελάχιστα από εκείνα τα τρένα διασώζονται σήμερα. 
Ο ήχος του ερχομού και της φυγής του τρένου ήταν απόλυτα συνδεδεμένος με τις τοπικές κοινωνίες. 
Ανέκαθεν η είσοδος του τρένου στον σταθμό έφερνε τους ταξιδιώτες να το περιμένουν μαζεμένοι μπροστά από τα πέτρινα κτήρια με τα συναισθήματα να χτυπάνε κόκκινο.
Η μάνα αγκάλιαζε τον γιό που πήγαινε στα ξένα μετανάστης, ο φαντάρος αντίκριζε σαστισμένος τον τόπο όπου θα περνούσε την θητεία του, φοιτητές πηγαινοέρχονταν από το ένα μέρος στο άλλο ενώ παράλληλα μια κρυφή αγαπημένη κοίταζε τον αγαπητικό της με κρυφές ματιές μην τυχόν και τους δει κανένα γνωστό μάτι. 
Γενικά άνθρωποι αντάμωναν και χώριζαν, άλλοι με δάκρυα χαράς και άλλοι λύπης.
Κάθε ένας να κουβαλά τη δική του ιστορία. Κάποια ιστορία να χωράει σε μια βαλίτσα, άλλη να γράφεται σε ένα λεπτό, και κάποια άλλη να καθρεφτίζεται στα μάτια. 
Στους σταθμούς των τρένων, συμβαίνουν τα πιο όμορφα ανταμώματα, και οι πιο πικροί αποχωρισμοί. 
Αυτοί που επιβεβαιώνονται με μια απέραντη σιωπή...