Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Θύμησες από Καλοκαιριάτικα πρωινά...

Τα καλοκαίρια, ο πατέρας ξυπνούσε πολύ πρωί. Ετοίμαζε τα εργαλεία για τη δουλειά του. Δούλευε εκείνα τα χρόνια επιστάτης στα τευτλοχώραφα του Χασιώτη στο Χατζιόμπασι (Υπέρεια). Καλός άνθρωπος και με ανθρωπιά ο μπαρμπαθανάσης, κι αυτός και η πρόσχαρη γυναίκα του η κυρά Μαχούλα, πάντα χαμογελαστή δοτική και φιλόξενη...όλη η οικογένεια. 
Από τη φασαρία, μερικές φορές, ξυπνούσα κι εγώ θέλοντας και μη. Ημουν δεν ήμουν 7. 
Καθόμουν και παρατηρούσα το ξεκίνημα της μέρας. 
Ακουμπούσα τους αγκώνες των χεριών μου στα γόνατα και με τις παλάμες κρατούσα το πρόσωπό μου. 
Αυτή ήταν η αγαπημένη μου στάση κάθε φορά που χάζευα απορροφημένος την ανατολή. 
Τα πουλιά άρχιζαν τον αγώνα της επιβίωσης, και τα ζώα του σπιτιού νηστικά και διψασμένα από το πέρασμα της νύχτας σε κοίταζαν στα μάτια. Ήθελαν να διώξεις την πείνα και τη δίψα τους. Τα κοκόρια αυτή την ώρα λες κι έβαζαν συνηργιά ποιο θα λαλήσει δυνατότερα. Ενώ τα πρωινά τριζόνια έδιναν κι έπαιρναν ασταμάτητα.
Ο αέρας αφράτος και δροσερός τύλιγε τα γυμνά μου μέλη. 
Κοντό παντελονάκι βλέπετε...και αμάνικο μπλουζάκι. 
Κάποιες μυρωδιές απίθανες, ανακατωμένες με την καλοκαιρινή αύρα του κάμπου, κατέβαιναν με την ανάσα και εμψύχωναν τη ζωή. Πριν ακόμα φανεί ο ήλιος έστελνε τα χρώματα της χαραυγής να συμπληρώσουν την ομορφιά του κόσμου, για να τα δείξουν στους ανθρώπους και να τους θυμίζουν πόσο όμορφο είναι να ζει κανείς. Έστω και πεινασμένος!!!
Όλος ο κόσμος στο πόδι!
Όλα περίμεναν τον ήλιο.
Κι όταν αυτός ξεπρόβαλε κατακόκκινος σαν ένα χάλκινο ταψί, άνοιγαν πιο πολύ και τα δικά μου μάτια. 
Η μάνα πριν φύγει κι εκείνη για το μεροκάματο τακτοποιούσε τα ζωντανά απο νωρίς, και μετά ετοίμαζε το κολατσιό για τον πατέρα. Ένα καρβέλι ψωμί, δυο κρομμύδια, αλάτι δεμένο σε μια άκρη στο μεσάλι και μια φέτα τυρί. Νερό θα έπαιρνε στο τσίγκινο γκιούμι, περνώντας από το κεντρικό αρτεσιανό του χωριού που ήταν στον δρόμο του απέναντι από το κοινοτικό γραφείο. 
Τα κάρα φορτωμένα με εργάτες που δούλευαν στο μεροκάματο περνούσαν τρίζοντας πατώντας πότε σε πέτρες και πότε σε λακκούβες, και με τον κουρνιαχτό που σήκωναν συμπλήρωναν το σκηνικό. Και οι άνθρωποι, με χαρακωμένα ηλιοκαμένα πρόσωπα απ΄τη σκληρή δουλειά, πάντα χαμογελαστοί και πρόσχαροι καλημερίζονταν με χαμόγελα. 
Το ολόφρεσκο γάλα απο την αγελάδα φούσκωνε στην φωτιά. Χωρίς καθυστέρηση έτρωγα την τριψάνα που ετοίμαζε η γιαγιά Αθηνιά και ξαμολιόμουν στη γειτονιά να βρω την υπόλοιπη παρέα για το παιχνίδι της μέρας. 
Τότε παίζαμε πάρα πολύ...παιχνίδι ομαδικό...αυθόρμητο!
Ήμασταν βλέπεις όλοι σαν μια οικογένεια. 
Όλη μέρα μαζί μέχρι το σούρουπο. 
Ώσπου η μυρουδιά της νόστιμης ψημένης πίτας ή μπατζίνας, μας έστελνε άρον άρον στα σπίτια...

Παύλος