Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Στο πρωινό καφεδάκι...

Γεννήθηκα και έζησα εδώ μέχρι τα δώδεκα.
Ο πατέρας πέθανε νωρίς και αναγκαστήκαμε να φύγουμε στην πόλη για τον επιούσιο...δύσκολα χρόνια.
Η μοίρα με έφερε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά να ζω ξανά μόνιμα στο μέρος που μεγάλωσα και βίωσα τα πρώτα μου ανέμελα χρόνια, στο χωριό μου...στην Ιτέα.
Εδώ, στο πρωινό μας καφεδάκι, κάτω από την δασύφυλλη μουριά και την απολαυστική υπέροχη σκιά της, με την γνωστή παρέα, πολύ συχνά αναφερόμαστε στα παλιά, σε παλιότερες εποχές, με νοσταλγία και αγάπη για την ζωή που ζήσαμε τότε.
Όμως, οι αναμνήσεις είναι και μνήμες αισθήσεων, που πηγαίνουν πίσω, και συχνά χάνονται στο ασυνείδητο. Ίσως γι’ αυτό νοιώθω μια περίεργη συγκίνηση το κατακαλόκαιρο κάτω από τα βαθύσκιωτα δέντρα.
Η έντονη μυρωδιά από το αγιόκλημα στον κήπο πίσω μου, ξυπνά μέσα μου μνήμες μισοσβησμένες από τα καλοκαίρια μιας πρώιμης και άγουρης ηλικίας.
Εδώ, με την παρέα, αναπολούμε τα παλιά και γεμίζουμε με συναισθήματα θύμησης.
Τότε που κοιμόμασταν με πόρτες και παράθυρα ορθάνοιχτα χωρίς να ξέρουμε τι θα πει φόβος, με σπίτια ξεκλείδωτα και αυλές κοινές χωρίς χωρίσματα, και όταν κάποιος είχε κάποιο πρόβλημα ή ήθελε να κάνει κάποια εργασία έτρεχαν και τον βοηθούσαν όλοι...σαν μια οικογένεια.
Βέβαια, η νοσταλγία στα παλιά είναι πάντα επιλεκτική, γιατί σκεφτόμαστε μόνο τα θετικά και ποτέ τα αρνητικά που είναι μάλλον πολύ περισσότερα.
Πράγματα που τώρα είναι δεδομένα δεν υπήρχαν καν.
Μεγαλώσαμε χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα.
Με λάμπες πετρελαίου διαβάζαμε τα μαθήματα και προοδεύσαμε οι περισσότεροι, ενώ οι γυναίκες σιδέρωναν ακόμα με καρβουνοσίδερο.
Ξεχνάμε όσοι αναπολούμε και αναφερόμαστε στα παλιά πως στο παρελθόν είχαμε όλοι λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα, τις ίδιες ανάγκες.
Δεν είχε ο ένας βίλα κι ο άλλος καλύβα, ο ένας δέκα στρέμματα και ο άλλος χίλια.
Οπότε, τι να κλέψει ο ένας από τον άλλον;...και τι να το κάνει;
Ζούσαμε τόσο κοντά που ήξερε ο ένας τα πράγματα του άλλου.
Επίσης, οι άνθρωποι τότε, γνώριζαν πολύ καλά πώς είχε αποκτήσει ο καθένας τα αγαθά του.
Το γνώριζαν γιατί τον έβλεπαν να δουλεύει στα χωράφια.
Σήμερα στο χωριό υπάρχει φθόνος και ζήλεια.
Όσοι αναπολούν εποχές που πιστεύουν πως ήταν πολύ καλύτερες, θα πρέπει να ξέρουν πως σήμερα υπάρχουν τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Κι αυτό ευνοεί την εγκληματικότητα, γι αυτό και έχουμε συχνά κρούσματα διαρρηκτών και μπουκαδόρων σε σπίτια, μαγαζιά, καθώς επίσης και αγροτικά εργαλεία από τα χωράφια τα τελευταία χρόνια.
Τότε, όταν πήγαινα Δημοτικό το σχολείο του χωριού μας είχε περισσότερους από 170 μαθητές.
Θυμάμαι πως η κάθε τάξη είχε 30 με 35 παιδιά...εξατάξιο.
Τώρα μαθαίνω πως είναι δεν είναι σύνολο 45.
Οι περισσότερες οικογένειες τις εποχές εκείνες ήταν πολυμελείς.
Τότε υπήρχε Αστυνομικό τμήμα....τώρα δεν υπάρχει....το μόνο που έμεινε να μας το θυμίζει είναι ένα πέτρινο εγκαταλελειμμένο κτήριο στο κέντρο του χωριού σχεδόν εστία μόλυνσης.
Τότε υπήρχε ο Αγροφύλακας, και το χωριό μας είχε τρεις που γύριζαν όλη μέρα ακόμη και το βράδυ στα χωράφια για έλεγχους.
Τώρα δεν υπάρχουν...καταργήθηκε στο όνομα του "συμμαζεμένου" κράτους
Τότε υπήρχε Ταχυδρομείο....τώρα ψάχνουμε την αλληλογραφία μας σε διάφορα μέρη του χωριού, να πέφτει στα χέρια του καθένα και να μην υπάρχει η διασφάλιση του απορρήτου.
Δεν υπήρχε αυτή η ανισότητα, όταν κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά, όπως και η εγκληματικότητα.
Σήμερα όλα αυτά δεν υπάρχουν.
Τίποτα δεν θυμίζει εκείνη την εποχή και ο τόπος μας ακολουθεί την φθίνουσα πορεία προς την ερήμωση.