Ήμουν τετάρτη δημοτικού αν θυμάμαι καλά, όταν το πρωί που ξύπνησα για το σχολείο είδα το χιόνι να έχει φτάσει σχεδόν μέχρι το παράθυρο του σπιτιού μου στο χωριό.
Όπως όλα τα παιδιά η πρώτη σκέψη ήταν πως δεν θα λειτουργήσουν τα σχολεία, άρα άπειρος χρόνος για χιονοπόλεμο στη γειτονιά με τους φίλους. Μάλιστα θυμάμαι πως είχα ένα καινούργιο ζευγάρι γαλότσες από καουτσούκ, που μου είχαν πάρει τα Χριστούγεννα και θα ήταν η τιμητική τους.
Ελα όμως που οι γονείς μας είχαν άλλες σκέψεις…
- «Σχολείο θα πας» ήταν η φωνή της μάνας μου, κι απ’ ότι κατάλαβα στην συνέχεια και των γονιών των άλλων παιδιών.
Έτσι μπροστά ο πατέρας μου με το φτυάρι να ξεχιονίζει και πίσω εγώ, μέχρι που βρήκαμε λίγο πιο κάτω δρόμο ανοιχτό γιατί είχε καθαρίσει ο πατέρας του συμμαθητή μου Θάνου και αυτό συνέβαινε μέχρι να βγούμε στον κεντρικό δρόμο όπου είχαν περάσει κάτι κάρα ή τρακτέρ και είχαν απλά πατήσει το χιόνι.
Για μηχανήματα καθαρισμού δρόμων δεν γινόταν κουβέντα.
Σιγά – σιγά στο δρόμο η παρέα μεγάλωνε κι άλλα παιδιά, όλοι με τα πλεκτά γάντια των μανάδων μας που γινόταν μούσκεμα και ξύλιαζαν τα δάχτυλα μας, από τον χιονοπόλεμο μεταξύ μας.
Το να μην πάμε εμείς σχολείο…ήταν σχεδόν αδιανόητο.
Το σχολείο ήταν ανοιχτό, γιατί ο διευθυντής βρισκόταν από τα χαράματα εκεί αφού αυτός άναβε τις σόμπες.
Ο επιστάτης δεν υπήρχε ούτε καν…σαν ιδέα.
Έτσι κι αλλιώς για μας το χιόνι σήμαινε πανηγύρι.
Είτε πηγαίναμε, είτε όχι στο σχολείο αφού όλη μέρα μόλις τελειώναμε τα μαθήματα, την βγάζαμε στη γειτονιά παίζοντας.
Δεν υπήρχε τότε το ίντερνετ, ήταν άγνωστη λέξη για μας, και τα μόνα παιχνίδια που ξέραμε ήταν αυτά της τσουλήθρας στον πάγο, ο χιονοπόλεμος και το σπάσιμο των κρυστάλλων στις λακκούβες των δρόμων, που ακόμη τότε ήταν με χώμα. Μόνη έγνοια των γονιών μας ήταν να ντυθούμε καλά μην αρπάξουμε καμιά πνευμονία. Ο κίνδυνος να σπάσουμε κανένα χέρι ή πόδι σχεδόν μηδαμινός γιατί μάθαμε να ζούμε με αυτά.
Όπως όλα τα παιδιά η πρώτη σκέψη ήταν πως δεν θα λειτουργήσουν τα σχολεία, άρα άπειρος χρόνος για χιονοπόλεμο στη γειτονιά με τους φίλους. Μάλιστα θυμάμαι πως είχα ένα καινούργιο ζευγάρι γαλότσες από καουτσούκ, που μου είχαν πάρει τα Χριστούγεννα και θα ήταν η τιμητική τους.
Ελα όμως που οι γονείς μας είχαν άλλες σκέψεις…
- «Σχολείο θα πας» ήταν η φωνή της μάνας μου, κι απ’ ότι κατάλαβα στην συνέχεια και των γονιών των άλλων παιδιών.
Έτσι μπροστά ο πατέρας μου με το φτυάρι να ξεχιονίζει και πίσω εγώ, μέχρι που βρήκαμε λίγο πιο κάτω δρόμο ανοιχτό γιατί είχε καθαρίσει ο πατέρας του συμμαθητή μου Θάνου και αυτό συνέβαινε μέχρι να βγούμε στον κεντρικό δρόμο όπου είχαν περάσει κάτι κάρα ή τρακτέρ και είχαν απλά πατήσει το χιόνι.
Για μηχανήματα καθαρισμού δρόμων δεν γινόταν κουβέντα.
Σιγά – σιγά στο δρόμο η παρέα μεγάλωνε κι άλλα παιδιά, όλοι με τα πλεκτά γάντια των μανάδων μας που γινόταν μούσκεμα και ξύλιαζαν τα δάχτυλα μας, από τον χιονοπόλεμο μεταξύ μας.
Το να μην πάμε εμείς σχολείο…ήταν σχεδόν αδιανόητο.
Το σχολείο ήταν ανοιχτό, γιατί ο διευθυντής βρισκόταν από τα χαράματα εκεί αφού αυτός άναβε τις σόμπες.
Ο επιστάτης δεν υπήρχε ούτε καν…σαν ιδέα.
Έτσι κι αλλιώς για μας το χιόνι σήμαινε πανηγύρι.
Είτε πηγαίναμε, είτε όχι στο σχολείο αφού όλη μέρα μόλις τελειώναμε τα μαθήματα, την βγάζαμε στη γειτονιά παίζοντας.
Δεν υπήρχε τότε το ίντερνετ, ήταν άγνωστη λέξη για μας, και τα μόνα παιχνίδια που ξέραμε ήταν αυτά της τσουλήθρας στον πάγο, ο χιονοπόλεμος και το σπάσιμο των κρυστάλλων στις λακκούβες των δρόμων, που ακόμη τότε ήταν με χώμα. Μόνη έγνοια των γονιών μας ήταν να ντυθούμε καλά μην αρπάξουμε καμιά πνευμονία. Ο κίνδυνος να σπάσουμε κανένα χέρι ή πόδι σχεδόν μηδαμινός γιατί μάθαμε να ζούμε με αυτά.
Ώσπου φτάσαμε στο σήμερα…με κάποιες γενιές ανάμεσα να έχουν μεγαλώσει μέσα στην πολυτέλεια…να κλείνουν τα σχολεία, (εδώ φταίει και η Πολιτεία) όχι γιατί πραγματικά χιόνισε, αλλά γιατί ανέβασαν φωτογραφίες στο facebook, όσοι ξέχασαν τι σημαίνει πραγματική ζωή προσδοκώντας σε χιλιάδες like.
Όλοι οι σημερινοί γονείς δεν θα έπρεπε να χαίρονται με το κλείσιμο των σχολείων, αλλά αντίθετα έπρεπε να πάρουν τα παιδιά τους από το χέρι και να τα πάνε οι ίδιοι με τα πόδια στο σχολείο.
Για να μάθουν να περπατάνε στο χιόνι.
Για να μάθουν να χαίρονται τη φύση.
Για να μάθουν πως το παιχνίδι είναι αυτό που ζεις με τους φίλους σου και όχι μέσα από μια κονσόλα play station.
Θα πρέπει να το σκεφτούν καλά οι γονείς την επόμενη φορά που θα χιονίσει...
Όλοι οι σημερινοί γονείς δεν θα έπρεπε να χαίρονται με το κλείσιμο των σχολείων, αλλά αντίθετα έπρεπε να πάρουν τα παιδιά τους από το χέρι και να τα πάνε οι ίδιοι με τα πόδια στο σχολείο.
Για να μάθουν να περπατάνε στο χιόνι.
Για να μάθουν να χαίρονται τη φύση.
Για να μάθουν πως το παιχνίδι είναι αυτό που ζεις με τους φίλους σου και όχι μέσα από μια κονσόλα play station.
Θα πρέπει να το σκεφτούν καλά οι γονείς την επόμενη φορά που θα χιονίσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου