Θυμάμαι, κάθε που μπαίνει ο Αύγουστος, τις νύχτες τις αλλοτινές, από τα καλοκαίρια μου τα πρότερα. Τις νύχτες τις γελαστές κι ανέμελες τις κεντημένες με παιχνίδι και ψιλή κουβέντα με παιδικούς φίλους ώς αργά. Μα πιό πολύ τις νύχτες τις μοναχικές, εκείνες που με έβρισκαν ξαπλωμένο σε μια αυλή ενός χωριού στη μέση του κάμπου να κάθομαι αμίλητος και να χαζεύω τ’ άστρα με τις ώρες, ενώ ο νους ταξίδευε ασταμάτητα σε μέρη ανεξερεύνητα που τα 'χε μόλις φτιάξει, για να τα κατοικήσει.
Κι η μουσική της νύχτας, σαγηνευτική, εκστατική, απαράμιλλη, καθηλωτική και πλανεύτρα.
Ποιος είπε πως μέσα στο σκοτάδι τίποτα δεν συμβαίνει και δεν ακούγεται;;;
Βαζοκοπούσαν τα μαλκότσια στο μεριά και ανάλογα τη δύναμη του αέρα έφτανε ο ασταθής ήχος τους στ΄αυτιά μου σαν μια γλυκειά μελωδία πότε δυνατά και πότε απόμακρα, ενώ στο ποτάμι τα βατράχια έπιαναν κουβεντολόϊ πριν βουτήξουν στα πεντακάθαρα νερά του Ενιπέα. Και τα τριζόνια με τους γρύλους, ακούραστοι τραγουδιστάδες, να κάνουν "καντάδα" κάθε βράδυ, μέχρι να ξεπροβάλει ο Αυγερινός. Ενας ξεγελασμένος τζίτζικας, κάτω από το αμυδρό φως του στύλου άφηνε νότες ξέπνοες, απορημένος που δεν ήρθε ακόμα το βαθύ σκοτάδι για να τον ξεκουράσει.
Κι όταν, καμιά φορά, είχανε γλέντι ή πανηγύρι σε κάποιο διπλανό χωριό, έφερνε ο άνεμος μια μουσική γλυκιά και αδιόρατη ίσα που ξεχωρίζανε οι νότες του κλαρίνου και του λαγούτου μες στη σιγαλιά της νύχτας.
Δεν φαίνονταν να ενοχλούνται οι μουσικοί της φύσης από τούτη την ανθρώπινη μελωδία.
Μάλλον το βλέπαν σαν συναγωνισμό, κι εκείνες τις βραδιές δίναν όλο τους το είναι.
Και σαν έπεσε στα χέρια μου ένα τρανζιστοράκι, σιγόνταρα κι εγώ σιγοτραγουδώντας μες τα ξεθωριασμένα μεσαία κύματα.
Κι έπειτα, στέρεψε το ποτάμι και τα βατράχια φύγαν.
Σώπασε η κουκουβάγια, καθώς οι εποχές δεν ενδιαφέρονταν ν’ ακούσουν τα λόγια τα σοφά της.
Τα φυτοφάρμακα ξέκαναν τα τριζόνια και τους γρύλους.
Η αρμονία του γλεντιού έγινε ανθρώπινη βαβούρα και το τρανζιστοράκι ξερνά μονάχα φασαρία κι οχλοβοή.
Μονάχα η ζάρα στο πρόσωπο απέμεινε, να κλαίει και να θρηνεί για τη χαμένη μουσική μας, και τις μεταλλαγμένες νύχτες μας, που γίναν σαν μέρες να αποσυντονίζουν ανθρώπους και τζιτζίκια.
Ακόμα και ο νους μας παραδόθηκε κι έπαψε να φτιάχνει κόσμους για να τους κατοικήσει.
Μα στης ψυχής τα βάθη ακόμα σιγοκαίει εκείνη η μουσική.
Αν την ξανανιώσουμε και πιάσουμε και πάλι τον ρυθμό της, ίσως ξαναφωλιάσει μέσα μας κι η ελπίδα....